- δυσκεράτωση
- ηδιαταραχή τής κερατινοποίησης τού δέρματος και τών βλεννογόνων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποροκεράτωση — η, Ν ιατρ. δερματοπάθεια οφειλόμενη σε δυσκεράτωση τών πόρων τού δέρματος, η οποία εκδηλώνεται με χαρακτηριστικό εξάνθημα και με διάφορες μορφές … Dictionary of Greek